χρυσίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
(47b)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων, [[τυπικό]] της οικογένειας [[χρυσίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρυσή]] [[φιάλη]] («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον [[οἶνον]] ἡδύν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> χρυσοΰφαντο [[φόρεμα]] («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> χρυσοκέντητο [[σανδάλι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χρυσίς]]<br />[[ποτήριον]]<br />οἱ δὲ [[φιάλη]] χρυσῆ»<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Θωμ. Μ.) «[[χρυσίδες]] [[κυρίως]] αἱ ἀνατεθειμέναι τοῑς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ίς</i>). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>chrysis</i>].
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων, [[τυπικό]] της οικογένειας [[χρυσίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρυσή]] [[φιάλη]] («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον [[οἶνον]] ἡδύν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> χρυσοΰφαντο [[φόρεμα]] («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> χρυσοκέντητο [[σανδάλι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χρυσίς]]<br />[[ποτήριον]]<br />οἱ δὲ [[φιάλη]] χρυσῆ»<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Θωμ. Μ.) «[[χρυσίδες]] [[κυρίως]] αἱ ἀνατεθειμέναι τοῑς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ίς</i>). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>chrysis</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[χρυσή]] [[φιάλη]], χρυσό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χρυσοκέντητα ενδύματα ή υποδήματα, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίς Medium diacritics: χρυσίς Low diacritics: χρυσίς Capitals: ΧΡΥΣΙΣ
Transliteration A: chrysís Transliteration B: chrysis Transliteration C: chrysis Beta Code: xrusi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A a vessel of gold, piece of gold plate, Hermipp.37 (troch.), Pherecr.128, Ar.Ach.74, Pax425, IG12.268.111, al.; χρυσίδων βότρυες Lib.Ep.22.3; an Att. word, Ath.11.502a.    II gold-broidered dress, Luc.Nigr.11: pl., gold-embroidered shoes, Id. D Deor.2.2.

German (Pape)

[Seite 1380] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίς: -ίδος, ἡ, χρυσῆ φιάλη, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· λέξις τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ ἐσθής, χρυσοκέντητος στολή, Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ κρηπίς, σανδάλιον χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vase d’or;
2 vêtement brodé d’or;
3 chaussure brodée d’or.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό της οικογένειας χρυσίδες
αρχ.
1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.)
2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.)
3. χρυσοκέντητο σανδάλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσίς
ποτήριον
οἱ δὲ φιάλη χρυσῆ»
5. (κατά τον Θωμ. Μ.) «χρυσίδες κυρίως αἱ ἀνατεθειμέναι τοῑς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. χαλκ-ίς). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysis].

Greek Monotonic

χρῡσίς: -ίδος, ἡ,
I. χρυσή φιάλη, χρυσό σκεύος, σε Αριστοφ.
II. χρυσοκέντητα ενδύματα ή υποδήματα, σε Λουκ.