χυτρίς: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χυθρίς]], γεν. -[[ίδος]] και -ῑδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> μικρή [[χύτρα]]<br /><b>2.</b> [[ποτήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>). Ο τ. [[χυθρίς]] με</i> αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>τ</i>- σε -<i>θ</i>-].
|mltxt=και [[χυθρίς]], γεν. -[[ίδος]] και -ῑδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> μικρή [[χύτρα]]<br /><b>2.</b> [[ποτήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>). Ο τ. [[χυθρίς]] με</i> αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>τ</i>- σε -<i>θ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χυτρίς:''' ἡ, υποκορ. του [[χύτρα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρίς Medium diacritics: χυτρίς Low diacritics: χυτρίς Capitals: ΧΥΤΡΙΣ
Transliteration A: chytrís Transliteration B: chytris Transliteration C: chytris Beta Code: xutri/s

English (LSJ)

ἡ, Dim. (in form only) of χύτρα or χύτρος, gen. ίδος or ῖδος (dual

   A χυτρῖδε Bato 3.2), Hdt. 5.88, IG11(2).110.25 (Delos, iii B. C.), al., Erasistr. ap. Gal.11.215, Apollon. ap. eund.12.651; also χυθρίς, IG7.3498.13,44 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 1385] ῖδος, ἡ, dim. von χύτρα, χύτρος, ohne verkleinernde Bdtg; Her. 5, 88; Bato bei Ath. VII, 279 c, vgl. XI, 502 h.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρίς: ἡ, ὑποκορ. (μόνον κατὰ τὸν τύπον) τοῦ χύτραχύτρος, Ἡρόδ. 5. 88· Λεσβίου χυτρῖδε λαμβάνειν δύο Βάτων ὁ Κωμικὸς ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 2· περὶ τῆς γεν. ῖδος, πρβλ. νησίς, χειρίς, καὶ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vase de terre, marmite.
Étymologie: χύτρα.

Greek Monolingual

και χυθρίς, γεν. -ίδος και -ῑδος, ἡ, Α
1. μικρή χύτρα
2. ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς). Ο τ. χυθρίς με αφομοιωτική τροπή του -τ- σε -θ-].

Greek Monotonic

χυτρίς: ἡ, υποκορ. του χύτρα, σε Ηρόδ.