χλῆδος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και χληδός, ὁ, Α<br />[[λάσπη]] με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει [[ποταμός]] ή [[χείμαρρος]] («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. [[χλέος]], που εμφανίζει την [[ίδια]] σημ. και το ίδιο αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]]. Ωστόσο, οι τ. παραμένουν δυσερμήνευτοι από μορφολογική [[άποψη]], [[εκτός]] από το [[επίθημα]] με οδοντικό -<i>δ</i>-, το οποίο [[είναι]] δυνατόν ίσως να διακρίνει [[κανείς]] στον τ. [[χλῆδος]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. με το αρχ. σλαβ. <i>glĕnŭ</i> «[[πηλός]], [[κολλώδης]] [[υγρασία]]» και άλλους σλαβ. τ. δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=και χληδός, ὁ, Α<br />[[λάσπη]] με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει [[ποταμός]] ή [[χείμαρρος]] («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. [[χλέος]], που εμφανίζει την [[ίδια]] σημ. και το ίδιο αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]]. Ωστόσο, οι τ. παραμένουν δυσερμήνευτοι από μορφολογική [[άποψη]], [[εκτός]] από το [[επίθημα]] με οδοντικό -<i>δ</i>-, το οποίο [[είναι]] δυνατόν ίσως να διακρίνει [[κανείς]] στον τ. [[χλῆδος]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. με το αρχ. σλαβ. <i>glĕnŭ</i> «[[πηλός]], [[κολλώδης]] [[υγρασία]]» και άλλους σλαβ. τ. δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλῆδος:''' ὁ, [[πηλός]], [[λάσπη]], [[σκουπίδι]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 02:37, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῆδος Medium diacritics: χλῆδος Low diacritics: χλήδος Capitals: ΧΛΗΔΟΣ
Transliteration A: chlē̂dos Transliteration B: chlēdos Transliteration C: chlidos Beta Code: xlh=dos

English (LSJ)

ὁ,

   A slime, mud, the rubbish carried down by a flood or swept out of a house, A.Fr.16, D.55.22, 27: metaph., ἀργυρίου χλῆδον λαβών Crates Com.28 (on the accent v. Hdn.Gr.1.142; χλίδος Suid.).

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, auch χληδός betont, Schlamm, Gemülm, Unrath, Schutt, bes. die Unreinigkeiten, die ein reißender Strom mit sich führt, oder die ausgekehrt werden; Aesch. frg. 14; τὸν χλῆδον ἐμβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν Dem. 55, 22. 27, v. l. χλίδον, vgl. B. A. 315.

Greek (Liddell-Scott)

χλῆδος: ὁ, φρυγανώδη χώματα, ἀποκαθάρματα, καὶ τὰ ὑπὸ ποταμῶν ἢ χειμάρρων καταβιβαζόμενα, ἢ ὅσα σαρώνει τις καὶ ῥίπτει ἔξω τῆς οἰκίας, Λατ. quisquiliae, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14, Δημ. 1278. 4., 1279. 42. - Ὁ Σουΐδ. γράφει χλίδος. Ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι γνωστὸς ἐκ τοῦ Ἀρκαδ. 47, (εἰ καὶ παρ’ αὐτῷ φέρεται χλῖδος) καὶ ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἔνθα χλῆδος, πρβλ. τὴν λ. χέραδος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
décombres, débris, ordures.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

και χληδός, ὁ, Α
λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα. Ωστόσο, οι τ. παραμένουν δυσερμήνευτοι από μορφολογική άποψη, εκτός από το επίθημα με οδοντικό -δ-, το οποίο είναι δυνατόν ίσως να διακρίνει κανείς στον τ. χλῆδος. Η σύνδεση, τέλος, τών τ. με το αρχ. σλαβ. glĕnŭ «πηλός, κολλώδης υγρασία» και άλλους σλαβ. τ. δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

χλῆδος: ὁ, πηλός, λάσπη, σκουπίδι, σε Δημ.