ψιχάρπαξ: Difference between revisions
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(47c) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αγος, ὁ, Α<br />(ως [[ονομασία]] ενός ποντικού στην <i>Βατραχομυομαχία</i>) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψίξ</i>, <i>ψιχός</i> «[[ψίχα]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἅρπαξ]], -<i>αγος</i>]. | |mltxt=-αγος, ὁ, Α<br />(ως [[ονομασία]] ενός ποντικού στην <i>Βατραχομυομαχία</i>) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψίξ</i>, <i>ψιχός</i> «[[ψίχα]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἅρπαξ]], -<i>αγος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψῑχάρπαξ:''' -ᾰγος, ὁ ([[ψίξ]]), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾰγος, ὁ, (ψίξ)
A Crumb-yilcher, name of a mouse in Batr.105.
German (Pape)
[Seite 1401] αγος, ὁ, Brosamenräuber, Bröseldieb, komischer Mäusename in der Batr.
Greek (Liddell-Scott)
ψῐχάρπαξ: ᾰγος, ὁ, (ψὶξ) ὁ ἁρπάζων τὰ ψιχία, ὄνομα μυὸς ἐν τῇ Βατραχ. 24, 27, 105, 141, 234.
Greek Monolingual
-αγος, ὁ, Α
(ως ονομασία ενός ποντικού στην Βατραχομυομαχία) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ, ψιχός «ψίχα» + ἅρπαξ, -αγος].
Greek Monotonic
ψῑχάρπαξ: -ᾰγος, ὁ (ψίξ), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.