χρυσοτευχής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει χρυσά όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] «όπλο» <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], φτειάχνω»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκεο</i>-<i>τευχής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει χρυσά όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] «όπλο» <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], φτειάχνω»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκεο</i>-<i>τευχής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοτευχής:''' -ές ([[τεῦχος]]), αυτός που φέρει χρυσό οπλισμό, [[χρυσή]] [[πανοπλία]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοτευχής Medium diacritics: χρυσοτευχής Low diacritics: χρυσοτευχής Capitals: ΧΡΥΣΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: chrysoteuchḗs Transliteration B: chrysoteuchēs Transliteration C: chrysotefchis Beta Code: xrusoteuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A with golden armour, Id.Rh.340.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, mit goldenen Waffen, in goldener Rüstung, Eur. Rhes. 340.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοτευχής: -ές, ὁ ἔχων χρυσᾶ τεύχη, χρυσῆν πανοπλίαν, Εὐρ. Ρῆσ. 340.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
revêtu d’une armure d’or.
Étymologie: χρυσός, τεῦχος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χρυσά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τευχής (< τεῦχος «όπλο» < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκεο-τευχής].

Greek Monotonic

χρῡσοτευχής: -ές (τεῦχος), αυτός που φέρει χρυσό οπλισμό, χρυσή πανοπλία, σε Ευρ.