ἀλιτηριώδης: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλῐτηριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[απεχθής]], [[καταραμένος]], [[αποτρόπαιος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀλῐτηριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[απεχθής]], [[καταραμένος]], [[αποτρόπαιος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλῐτηριώδης:''' губительный, пагубный ([[τύχη]], [[οἶστρος]], [[στάσις]] Plat.; [[ποινή]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A abominable, accursed, οἶστρος Pl.Lg.854b; στάσις Id.R.470d; γνώμη D.C.44.1.
German (Pape)
[Seite 99] ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
funeste.
Étymologie: ἀλιτήριος, ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
maldito, abominable οἶστρος Pl.Lg.854b, D.C.44.1.1, στάσις Pl.R.470d, γνώμη D.C.45.33.1.
Greek Monolingual
ἀλιτηριώδης, -ες (Α) ἀλιτήριος
καταραμένος, ολέθριος, αποτρόπαιος.
Greek Monotonic
ἀλῐτηριώδης: -ες (εἶδος), απεχθής, καταραμένος, αποτρόπαιος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῐτηριώδης: губительный, пагубный (τύχη, οἶστρος, στάσις Plat.; ποινή Plut.).