ἀφηνιάζω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀφηνιάζω]]) [[ηνία]]<br />(για τα υποζύγια, και [[κυρίως]] τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα [[ηνία]], [[αρνούμαι]] να υπακούσω στον αναβάτη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, [[αντιδρώ]] βίαια και παράλογα<br /><b>2.</b> επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) <i>αφηνιασμένος</i><br />αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος. | |mltxt=(AM [[ἀφηνιάζω]]) [[ηνία]]<br />(για τα υποζύγια, και [[κυρίως]] τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα [[ηνία]], [[αρνούμαι]] να υπακούσω στον αναβάτη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, [[αντιδρώ]] βίαια και παράλογα<br /><b>2.</b> επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) <i>αφηνιασμένος</i><br />αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφηνιάζω:''' сбрасывать поводья, не слушаться поводьев Plut., Luc.: ἀφηνιάσαι τινός Luc. взбунтоваться против кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἡνία)
A refuse to obey the reins, Ph.1.85, Luc.DDeor.25.1; of persons, turn restive, rebel, Ph.1.125, al., Str.17.3.25, Hdn.1.4.5: c.gen., rebel against, συντάγματος J.BJ4.7.1, cf. Luc.Bis Acc. 20. II Med. or Pass., ἀφηνιάζετο· ἐχωρίζετο, Hsch.
German (Pape)
[Seite 409] den Zügel abstreifen, von Pferden, durchgehen, Luc. D. D. 25; übertr., ungehorsam sein, τινός Bis acc. 20; πρὸς τοὺς νόμους Synes.; ἀφηνιάσαντας χειροήθεις ποιεῖν Themist. 7, 97 a; sich empören, neben στασιάζω Herodian. 2, 4, 5; sich von etwas frei machen, μαθημάτων καλῶν 1, 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηνιάζω: μέλλ. -άσω, (ἡνία) ἀποπτύω, ἀποβάλλω τὰς ἡνίας, δὲν ὑποτάσσομαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25: ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐπανίσταμαι Ἡρόδ. 1. 4, 12, Φίλων 1. 85· ἀφ. τινός, ἐπανίσταμαι κατά τινος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20· πρός τι Συνέσ. 101Α.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφηνιάσω;
litt. résister aux rênes, être rétif.
Étymologie: ἀπό, ἡνία.
Spanish (DGE)
I rehusar las riendas los caballos δαμάζειν τὸν ἵππον καὶ ἀφηνιάζοντα ἐπιστομίζειν Ph.1.85, εἰ γὰρ ἐνδοίη τις, ἀφηνιάζουσιν εὐθύς Luc.DDeor.24.1.
II fig. de pers.
1 rebelarse οὐ γὰρ ἀνέξεταί σε ἀφηνιάζοντα Ph.1.125, de bárbaros ἀφηνιάζειν καὶ ἀπειθεῖν Str.17.3.25, οἱ νεώτεροι ... ἀφηνιάζοντες καὶ θρασυνόμενοι Plu.2.486f, cf. Hdn.1.4.5, τὸν ἀφηνιάσαντα πρὸς τοὺς νόμους Synes.Prouid.1.10, τὸν θυμὸν ... ἀφηνιάζειν καὶ ἀποχωρεῖν καὶ ἀπειθεῖν Gal.5.372.
2 separarse, alejarse de c. gen. ἀφηνιάσαι ἡμῶν Luc.Bis Acc.20, ἀφηνίαζε τοῦ συντάγματος I.BI 4.389
•c. ἀπό y gen. ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τύχης εἴτε ἀπὸ γνώμης ἀφηνιάσαντας αὖθις χειροήθεις ποιῆσαι Them.Or.7.97a, ὅτι ἤμελλον αἱρέσεις ἀφηνιάζειν τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοῦ πατρῴου θελήματος Epiph.Const.Haer.69.59
•en v. med. mismo sent., Hsch.
Greek Monolingual
(AM ἀφηνιάζω) ηνία
(για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη
αρχ.-μσν.
εξεγείρομαι, στασιάζω
νεοελλ.
(για ανθρώπους)
1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα
2. επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις
3. γίνομαι έξω φρενών
4. (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) αφηνιασμένος
αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφηνιάζω: сбрасывать поводья, не слушаться поводьев Plut., Luc.: ἀφηνιάσαι τινός Luc. взбунтоваться против кого-л.