κατακηλέω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακηλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σαγηνεύω]], [[γοητεύω]], καταπραΰνω, [[διασκορπίζω]], [[διασκεδάζω]] (πόνο, [[θλίψη]]), Λατ. delinire, σε Σοφ.
|lsmtext='''κατακηλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σαγηνεύω]], [[γοητεύω]], καταπραΰνω, [[διασκορπίζω]], [[διασκεδάζω]] (πόνο, [[θλίψη]]), Λατ. delinire, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακηλέω:''' <b class="num">1)</b> отгонять заклинаниями (τὴν ἄτην Soph.);<br /><b class="num">2)</b> pass. поддаваться чарам Plat.;<br /><b class="num">3)</b> смягчать, умиротворять (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακηλέω Medium diacritics: κατακηλέω Low diacritics: κατακηλέω Capitals: ΚΑΤΑΚΗΛΕΩ
Transliteration A: katakēléō Transliteration B: katakēleō Transliteration C: katakileo Beta Code: katakhle/w

English (LSJ)

   A charm, cast a spell over, τήνδ' ἄτην S.Tr.1002 (anap.):—Pass., Pl.Cra.403e, Plu.Num.20, Ath.4.174b, Dam.Isid. 48.

German (Pape)

[Seite 1352] bezaubern, durch Zaubermittel besänftigen, für sich gewinnen; ἄτην Soph. Tr. 998, Schol. θεραπεύειν, mildern; Plat. κατακεκηλῆσθαι Crat. 403 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακηλέω: διὰ τῆς ἡδύτητος τῆς ἀκοῆς καταπραΰνω τὴν ψυχήν, καταθέλγω, διὰ μαγειῶν ἀποδιώκω, θεραπεύω, Λατ. delinire, τὴν ἄτην Σοφ. Τρ. 1003. -Παθ., «κατακηλεῖσθαι· τὸ ὑπὸ τῶν αὐλῶν θέλγεσθαι· καὶ κατακηλούμενοι· ἐξοιστρούμενοι, καταθελγόμενοι» Ἡσύχ.·-κατακεκηλῆσθαι πάντας Πλάτ. Κρατ. 493D, Ἀθήν. 174Β, Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 338. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
charmer, adoucir.
Étymologie: κατά, κηλέω.

Greek Monotonic

κατακηλέω: μέλ. -ήσω, σαγηνεύω, γοητεύω, καταπραΰνω, διασκορπίζω, διασκεδάζω (πόνο, θλίψη), Λατ. delinire, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατακηλέω: 1) отгонять заклинаниями (τὴν ἄτην Soph.);
2) pass. поддаваться чарам Plat.;
3) смягчать, умиротворять (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).