Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από την [[καρδιά]] ή [[κοντά]] σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>πρβλ.</b> [[εγκάρδιος]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από την [[καρδιά]] ή [[κοντά]] σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>πρβλ.</b> [[εγκάρδιος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''περικάρδιος:''' околосердечный ([[αἷμα]] Emped.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάρδιος Medium diacritics: περικάρδιος Low diacritics: περικάρδιος Capitals: ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: perikárdios Transliteration B: perikardios Transliteration C: perikardios Beta Code: perika/rdios

English (LSJ)

ον, καρσία)

   A about or around the heart, αἷμα Emp.105.3 ; χιτών Ruf.Onom.163, Gal.UP6.16 (ὁ π. alone, ibid.) ; σκέπασμα ib. 18.

German (Pape)

[Seite 578] um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

περικάρδιος: -ον, (καρδία) ὁ πέριξ ἢ πλησίον τῆς καρδίας, αἷμα Ἐμπεδ. 317, Κριτίας 8· -τὸ π., ἡ περὶ τὴν καρδίαν μεμβρᾶνα, χιτών, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται γύρω από την καρδιά ή κοντά σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρδία (πρβλ. εγκάρδιος)].

Russian (Dvoretsky)

περικάρδιος: околосердечный (αἷμα Emped.).