λαγῷος: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾰγῷος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί <i>λαγῴϊος</i>, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· <i>τὰλαγῷα</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, [[ζῆν]] ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ. | |lsmtext='''λᾰγῷος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί <i>λαγῴϊος</i>, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· <i>τὰλαγῷα</i> (ενν. [[κρέα]]), [[κρέας]] του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, [[ζῆν]] ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰγῷος:''' заячий ([[τρίχες]] Plut.): τὰ λαγῷα (sc. [[κρέα]]) Arph. заячье мясо; [[ζῆν]] ἐν πᾶσι λαγῴοις Arph. питаться (досл. жить) одним лишь заячьим мясом, т. е. изысканной пищей. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:01, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, contr. for λαγώϊος,
A of the hare, κρέα Ar.Ach.1110; τρίχες Plu.2.138f; τὰ λ. (sc. κρέα) hare's flesh, Hp.Vict.2.46: and generally, dainties, delicacies, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar.V.709, cf. Ach. 1006, Pax1196, Telecl.32, Pl.Com.174.10, etc.
German (Pape)
[Seite 5] zsgzgn aus λαγώειος, vom Hafen, τὰ λαγῷα κρέα, Ath. IX, 400 d; gew. ohne Zusatz, Ar. Equ. 1192 u. öfter; Ath. XIV, 641 f u. öfter; = Hasenbraten, wofür nach Moeris λάγεια hellenistische Form ist.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγῷος: -α, -ον, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λαγώιος, ἀνήκων εἰς τὸν λαγόν, τοῦ λαγοῦ, κρέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110· τρίχες Πλούτ. 2. 138F· - τὰ λαγῷα (δηλ. κρέα), κρέας λαγοῦ καὶ καθόλου λιχνεύματα, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ἀριστοφ. Σφ. 709, πρβλ. Ἀχ. 1006, Εἰρ. 1195· χαίρω λαγῴοις Τηλεκλείδης ἐν «Στερροῖς» 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de lièvre.
Étymologie: λαγώς.
Greek Monolingual
λαγῷος, -α, -ον (Α) λαγώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαγῷα
οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.
Greek Monolingual
λαγῷος, -α, -ον (Α) λαγώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαγῷα
οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.
Greek Monotonic
λᾰγῷος: -α, -ον, συνηρ. αντί λαγῴϊος, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· τὰλαγῷα (ενν. κρέα), κρέας του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγῷος: заячий (τρίχες Plut.): τὰ λαγῷα (sc. κρέα) Arph. заячье мясо; ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Arph. питаться (досл. жить) одним лишь заячьим мясом, т. е. изысканной пищей.