κίκω: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κίκω:''' [[ρήμα]] που βρίσκεται μόνο στον Δωρ. αορ. αʹ ἔκιξα= [[ἤνεγκα]], σε Ανθ.· στον Αριστοφ. έχουμε <i>ἀπ-έκιξαν</i>, τον απεδίωξαν, εκδιώχθηκε.
|lsmtext='''κίκω:''' [[ρήμα]] που βρίσκεται μόνο στον Δωρ. αορ. αʹ ἔκιξα= [[ἤνεγκα]], σε Ανθ.· στον Αριστοφ. έχουμε <i>ἀπ-έκιξαν</i>, τον απεδίωξαν, εκδιώχθηκε.
}}
{{elru
|elrutext='''κίκω:''' (только aor. 1 ἔκιξα) направлять, бросать (τι ἔς τι Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκω Medium diacritics: κίκω Low diacritics: κίκω Capitals: ΚΙΚΩ
Transliteration A: kíkō Transliteration B: kikō Transliteration C: kiko Beta Code: ki/kw

English (LSJ)

Dor. aor. 1 ἔκιξα,

   A = ἤνεγκα, Simm.26.7; cf. κίξαντες· ἐλθόντες, and κίξατο· εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν, Hsch.; cf. ἀποκίκω.

German (Pape)

[Seite 1438] in Bewegung setzen, werfen, nimmt Buttm. zu Schol. Od. 11, 579 als Wurzel von ἔκιξε, = ἤνεγκε, an, gimm. ov. (XV, 27), wie Hesych. κί. ξατο neben εὗρεν auch durch ἤνεγκεν erkl., u. κίξαντες, ἐλθόντες, πορευθέντες. S. ἀποκίκω.

Greek (Liddell-Scott)

κίκω: ῥῆμα ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ σπαν. Δωρ. ἀορ. α΄ ἔκιξα, = ἤνεγκα, Ἀνθ. Π. 15. 27· «κίξατο· εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν» Ἡσύχ. (ὅστις ὡσαύτως μνημονεύει καὶ τὸ «κίξαντες· ἐλθόντες»)· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 869, εὑρίσκομεν ἀπέκιξαν, ἀπέπεμψαν, ἀπετίναξαν. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὸν τύπον εἰς τὴν √ΚΙ τοῦ κίω, κινέω).

French (Bailly abrégé)

mettre en route, faire aller.
Étymologie: cf. ἀποκίκω -- DELG κιχάνω.

Greek Monolingual

κίκω (Α)
(μόνο στον δωρ. αόρ.) ἔκιξα
έφερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κιχάνω.

Greek Monotonic

κίκω: ρήμα που βρίσκεται μόνο στον Δωρ. αορ. αʹ ἔκιξα= ἤνεγκα, σε Ανθ.· στον Αριστοφ. έχουμε ἀπ-έκιξαν, τον απεδίωξαν, εκδιώχθηκε.

Russian (Dvoretsky)

κίκω: (только aor. 1 ἔκιξα) направлять, бросать (τι ἔς τι Anth.).