ἔκκυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκκῠνος:''' -ον ([[κύων]]), λέγεται για κυνηγετικό [[σκύλο]], αυτός που ψάχνει, που αναζητά, [[χωρίς]] να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο [[ίχνος]] ή μια ιδιαίτερη [[οσμή]], αυτός που χάνεται στην [[ιχνηλασία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἔκκῠνος:''' -ον ([[κύων]]), λέγεται για κυνηγετικό [[σκύλο]], αυτός που ψάχνει, που αναζητά, [[χωρίς]] να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο [[ίχνος]] ή μια ιδιαίτερη [[οσμή]], αυτός που χάνεται στην [[ιχνηλασία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκκῠνος:''' сбивающийся со следа (κύνες Xen.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκῠνος Medium diacritics: ἔκκυνος Low diacritics: έκκυνος Capitals: ΕΚΚΥΝΟΣ
Transliteration A: ékkynos Transliteration B: ekkynos Transliteration C: ekkynos Beta Code: e)/kkunos

English (LSJ)

ον, (κύων) of a hound,

   A questing about, X.Cyn.7.10, Poll.5.65.    II ἔκκυνοι· νόσημά τι κυνῶν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 765] der Spürhund, der nicht eine Spur verfolgt, sondern reviert, Xen. Cyn. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκῠνος: -ον, (κύων) ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνὸς μὴ ἀκολουθοῦντος εἰς ὡρισμένα ἴχνη, ἀλλ’ ἐρευνῶντος ἄνω κάτω καὶ πανταχοῦ, Ξεν. Κυν. 7. 11, Πολυδ. Ε΄, 65.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perd ou ne poursuit pas la piste.
Étymologie: ἐκ, κύων.

Spanish (DGE)

-ον
de perros que abandona el rastro, que se separa de la jauría X.Cyn.7.10, Poll.5.65; interpr. como νόσημά τι κυνῶν prob. por entenderlo como pérdida del olfato, Hsch.

Greek Monolingual

ἔκκυνος, -ον (Α)
(για σκυλιά) αυτός που περιπλανιέται μακριά από τα ίχνη.

Greek Monotonic

ἔκκῠνος: -ον (κύων), λέγεται για κυνηγετικό σκύλο, αυτός που ψάχνει, που αναζητά, χωρίς να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο ίχνος ή μια ιδιαίτερη οσμή, αυτός που χάνεται στην ιχνηλασία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκῠνος: сбивающийся со следа (κύνες Xen.).