μυοπάρων: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυοπάρων:''' -ωνος, ὁ, ελαφρό [[σκάφος]], που κατά κανόνα το χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Πλούτ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''μυοπάρων:''' -ωνος, ὁ, ελαφρό [[σκάφος]], που κατά κανόνα το χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Πλούτ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''μυοπάρων:''' ωνος ὁ миопарон (легкое пиратское судно) Plut.
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοπάρων Medium diacritics: μυοπάρων Low diacritics: μυοπάρων Capitals: ΜΥΟΠΑΡΩΝ
Transliteration A: myopárōn Transliteration B: myoparōn Transliteration C: myoparon Beta Code: muopa/rwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ,

   A light pirate boat, Id.Ant. 35, App.Mith.92; Lat. myoparo, Cic.Verr.2.1.34.86, Gell.10.25.5, CIL8.27790 (Althiburos).

German (Pape)

[Seite 218] ωνος, ὁ, ein leichtes Seeräuber- oder Kaperschiff, Plut. Anton. 35; vgl. Cic. Verr. II, 1, 34.

Greek (Liddell-Scott)

μυοπάρων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν πειρατικὸν πλοῖον, Πλουτ. Ἀντ. 35, Ἀππ. Μιθρ. 92· myoparo ἐν Κικ. Verr. 2. 1, 34.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
vaisseau léger de pirate, brigantin.
Étymologie: μῦς, παρών.

Greek Monolingual

ο (Α μυοπάρων, -ωνος)
νεοελλ.
ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου του παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα του πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνα
αρχ.
είδος ελαφρού πειρατικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + πάρων «δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο»].

Greek Monotonic

μυοπάρων: -ωνος, ὁ, ελαφρό σκάφος, που κατά κανόνα το χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Πλούτ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μυοπάρων: ωνος ὁ миопарон (легкое пиратское судно) Plut.