ἀβάκχευτος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβάκχευτος:''' -ον ([[βακχεύω]]), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την [[χαρά]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀβάκχευτος:''' -ον ([[βακχεύω]]), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την [[χαρά]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβάκχευτος:''' <b class="num">1)</b> неохваченный вакхическим исступлением ([[θίασος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A uninitiated in Bacchic orgies, E.Ba.472: generally, joyless, Id.Or.319 :—in late Prose, Luc.Laps.3, Jul.Or.7.221d.
German (Pape)
[Seite 2] ohne Bacchische Begcisterung, αἳ ἀβάκχευτον θίασον ἐλάχετ' ἐν δάκρυσι καὶ γόοις, von den Eumeniden Eur. Or. 319; – nicht in die Bacchischen Mysterien eingeweiht, Bach. 472, wie Luc. Conviv. 3, wo τῶν Διονύσου ὀργίων ἀτέλεστος dabei steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάκχευτος: ον = μὴ μεμυημένος εἰς τὰ βακχικὰ ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 472: ἐν γένει = ἄνευ χαρᾶς παρὰ τῷ αὐτῷ. Ὀρ. 319· ἴδε Λουκ. Λαπ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas été initié au culte de Bacchus;
2 non semblable aux Bacchantes : ἀβάκχευτος θίασος EUR troupe échevelée, mais non joyeuse comme celle des Bacchantes.
Étymologie: ἀ, βακχεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 no iniciado en los ritos báquicos de pers. ἄρρητ' ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι βροτῶν E.Ba.472, ἀβάκχευτον περιεῖδεν Luc.Symp.3, πολὺν ἀβάκχευτοι χρόνον ... μένοντες Iul.Or.7.221d.
2 de cosas no orgiástico, sin relación con los ritos báquicos ἀ. θίασος E.Or.319, πηγή Philostr.Im.1.23.2.
3 que no bebe vino, sin vino de los árabes, Nonn.D.40.295, 17.96, τράπεζα Nonn.Par.Eu.Io.2.3.
Greek Monotonic
ἀβάκχευτος: -ον (βακχεύω), μη μυημένος στα Βακχικά όργια· γενικά, αυτός που στερείται την χαρά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβάκχευτος: 1) неохваченный вакхическим исступлением (θίασος Eur.);
2) непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc.