ἱμερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱμερόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] ερωτική ή θελκτική, [[φωνή]] κατάλληλη για ερωτικό [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἱμερόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] ερωτική ή θελκτική, [[φωνή]] κατάλληλη για ερωτικό [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱμερόφωνος:''' (ῑμ) прелестно поющий ([[ἀηδών]] [[Sappho]]; Χάριτες Theocr.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερόφωνος Medium diacritics: ἱμερόφωνος Low diacritics: ιμερόφωνος Capitals: ΙΜΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: himeróphōnos Transliteration B: himerophōnos Transliteration C: imerofonos Beta Code: i(mero/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A of lovely voice or song, ἀηδών Sapph.39, Alcm.26 (vulg. ἱεροφ-), Theoc.28.7.

German (Pape)

[Seite 1253] von lieblicher oder sehnsüchtiger Stimme; ἀηδών Sapph. 36; Χάριτες Theocr. 28, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμερόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 (ἔνθα κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. ἡμερόφωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix charmante.
Étymologie: ἵμερος, φωνή.

Greek Monolingual

ἱμερόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύ-φωνος, πολύ-φωνος].

Greek Monotonic

ἱμερόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή ερωτική ή θελκτική, φωνή κατάλληλη για ερωτικό τραγούδι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμερόφωνος: (ῑμ) прелестно поющий (ἀηδών Sappho; Χάριτες Theocr.).