ἁμαξοπηγός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁμαξοπηγός:''' ὁ ([[πήγνυμι]]), [[κατασκευαστής]] αμαξών, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἁμαξοπηγός:''' ὁ ([[πήγνυμι]]), [[κατασκευαστής]] αμαξών, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁμαξοπηγός:''' ὁ тележный мастер, тележник Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A cartwright, PLond.ined. 2383A (ii B. C.), Plu.Per.12.
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Plut. Per. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοπηγός: -όν, (πήγνυμι) ὁ κατασκευάζων ἁμάξας, ἁμαξοποιός, Πλουτ. Περικλ. 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
charron.
Étymologie: ἅμαξα, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
-όν
constructor de carros, carrero, PLond.2166.5 (III a.C.), οὖτος δὲ ἐτύγχανεν ἐν ἁμαξοπηγοῦ δουλεύων Heraclid.Lemb.36, cf. Plu.Per.12, Poll.7.115.
Greek Monolingual
ο (Α ἁμαξοπηγός)
ο αμαξοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -πηγὸς < πήγνυμι.
ΠΑΡ. αμαξοπηγία νεοελλ. αμαξοπηγείο, αμαξοπηγικός].
Greek Monotonic
ἁμαξοπηγός: ὁ (πήγνυμι), κατασκευαστής αμαξών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξοπηγός: ὁ тележный мастер, тележник Plut.