καρφίτης: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρφίτης:''' -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ. | |lsmtext='''καρφίτης:''' -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρφίτης:''' ου (ῑ) adj. m приготовленный из соломы ([[θάλαμος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A built of κάρφη (pl.): θάλαμος κ., of a swallow's nest, AP10.4 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 1332] aus dürren Halmen gemacht, θάλαμος, vom Schwalbennest, M. Arg. 24 (X, 4).
Greek (Liddell-Scott)
καρφίτης: -ου, ὁ, ᾠκοδομημένος ἐκ ξηρῶν χόρτων, θάλαμος κ., ἐπὶ τῆς φωλεᾶς χελιδόνος, Ἀνθ. Π. 10. 4· πρβλ. καρφηρός.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fait de brins de paille (nid).
Étymologie: κάρφος.
Greek Monolingual
καρφίτης, ὁ (Α)
ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» — η χελιδονοφωλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λογχ-ίτης, μελιτ-ίτης)].
Greek Monotonic
καρφίτης: -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καρφίτης: ου (ῑ) adj. m приготовленный из соломы (θάλαμος Anth.).