κατεγνυπωμένως: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(20) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατεγνυπωμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> οκνηρά, με [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατεγνυπωμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου <i>κατα</i>-<i>γνυ</i>-<i>πῶ</i> / -<i>όω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνυπῶ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>γνυ</i>-, συγγενές του [[γόνυ]], με μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Πρβλ. τις γλώσσες του Ησυχίου <i>γνυπτεῖν</i><br /><i>ἀσθενεῖν</i>, <i>μαλακίζεσθαι</i> και <i>γνύπετοι</i><br /><i>ἐκτεταμένοι</i>, <i>δειλοί</i>]. | |mltxt=[[κατεγνυπωμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> οκνηρά, με [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατεγνυπωμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου <i>κατα</i>-<i>γνυ</i>-<i>πῶ</i> / -<i>όω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνυπῶ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>γνυ</i>-, συγγενές του [[γόνυ]], με μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Πρβλ. τις γλώσσες του Ησυχίου <i>γνυπτεῖν</i><br /><i>ἀσθενεῖν</i>, <i>μαλακίζεσθαι</i> και <i>γνύπετοι</i><br /><i>ἐκτεταμένοι</i>, <i>δειλοί</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεγνυπωμένως:''' adv. трусливо, малодушно Men. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.,
A v. καταγνυπόομαι.
German (Pape)
[Seite 1393] feig, Menand. bei Phot. Vgl. καταγνυπόω.
Greek (Liddell-Scott)
κατεγνῡπωμένως: Ἐπίρρ. ἴδε ἐν λ. καταγνυπόω, νωθρῶς, ἀνάνδρως.
Greek Monolingual
κατεγνυπωμένως (Α)
επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου κατα-γνυ-πῶ / -όω < κατ(α)- + -γνυπῶ < θ. γνυ-, συγγενές του γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες του Ησυχίου γνυπτεῖν
ἀσθενεῖν, μαλακίζεσθαι και γνύπετοι
ἐκτεταμένοι, δειλοί].
Russian (Dvoretsky)
κατεγνυπωμένως: adv. трусливо, малодушно Men.