χωνεία: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(47c)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[χωνεύω]]<br />η [[τήξη]] και η [[χύτευση]] μετάλλων, [[χώνευση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νομισματοκοπείο]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[χωνεύω]]<br />η [[τήξη]] και η [[χύτευση]] μετάλλων, [[χώνευση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νομισματοκοπείο]].
}}
{{elru
|elrutext='''χωνεία:''' ἡ плавка, выплавка, литье Polyb., Diod.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωνεία Medium diacritics: χωνεία Low diacritics: χωνεία Capitals: ΧΩΝΕΙΑ
Transliteration A: chōneía Transliteration B: chōneia Transliteration C: choneia Beta Code: xwnei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A melting and casting of metal, Plb.34.10.12, D.S.5.13.

German (Pape)

[Seite 1386] ἡ, das Schmelzen u. Gießen des Metalls, Pol. 34, 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

χωνεία: ἡ, χώνευσις μετάλλου, καὶ χύσις, Πολύβ. 34. 10, 12, Διόδ. 5. 13. ΙΙ. ἡ βασιλικὴ χ., τὸ νομισματοκοπεῖον, Ἄννα Κομν. 1. 226.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ χωνεύω
η τήξη και η χύτευση μετάλλων, χώνευση
μσν.
νομισματοκοπείο.

Russian (Dvoretsky)

χωνεία: ἡ плавка, выплавка, литье Polyb., Diod.