ὑπέρευ: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρευ:''' επίρρ., υπερβολικά [[καλά]], [[έξοχα]], θαυμάσια, έκτακτα, υπέροχα, σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''ὑπέρευ:''' επίρρ., υπερβολικά [[καλά]], [[έξοχα]], θαυμάσια, έκτακτα, υπέροχα, σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρευ:''' adv. превосходно, отлично Xen., Plat., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (εὖ)
A exceedingly well, excellently, Pl.Tht.185d, X. Hier.6.9, D.18.10, Men.Pk.404, Zeno Stoic.1.27, Cic.Att.10.1.3:— ὑπέρευγε, Men.Epit.308, Luc.Par.9, Ael.VH9.38.
German (Pape)
[Seite 1195] adv., übergut, ganz vortrefflich; Plat. Theaet. 185 d; Xen. Hier. 6, 9 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρευ: Ἐπίρρ. (εὖ) καλῶς εἰς ὑπερβολήν, κάλλιστα, ἐξοχώτατα, ὑπέρευ ἀκολουθεῖς Πλάτ. Θεαίτ. 185D ὑπέρευ μοι δοκεῖς λέγειν Ξεν. Ἱέρ. 6, 9, Δημ. 288. 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
mieux qu’on ne saurait dire, tout à fait bien.
Étymologie: ὑπέρ, εὖ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. εξαίρετα, ωραιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + εὖ].
Greek Monotonic
ὑπέρευ: επίρρ., υπερβολικά καλά, έξοχα, θαυμάσια, έκτακτα, υπέροχα, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρευ: adv. превосходно, отлично Xen., Plat., Dem.