πανδημία: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πανδημία:''' ἡ, το [[σύνολο]] των ανθρώπων, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πανδημία:''' ἡ, το [[σύνολο]] των ανθρώπων, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πανδημία:''' ἡ<b class="num">1)</b> весь народ в целом, поголовно все население (πανδημίαν ἐξάγειν Plat.): πανδημίᾳ Aesch. всенародно, единодушно;<br /><b class="num">2)</b> союз всех народов (πανδημίαν καθιστάναι Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδημία Medium diacritics: πανδημία Low diacritics: πανδημία Capitals: ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Transliteration A: pandēmía Transliteration B: pandēmia Transliteration C: pandimia Beta Code: pandhmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the whole people, π. ἐξάγειν Pl.Lg.829b; π. καθιστάναι, of Theseus in Attica, Arist.Fr.384, Plu.Thes.25; πανδημίᾳ, as Adv., = πανδημεί, A.Supp. 607.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, das ganze Volk; Plat. Legg. VII, 829 a πανδημίαν ἐξάγειν; – πανδημίᾳ, = Vorigem, Aesch. Suppl. 602.

Greek (Liddell-Scott)

πανδημία: ἡ, σύμπαςλαός, π. ἐξάγειν Πλάτ. Νόμ. 829Β· π. καθιστάναι, ἐπὶ τοῦ Θησέως ἐν Ἀττικῇ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346· πανδημίᾳ, ὡς ἐπίρρ., = πανδημεί, πάντες ὁμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 602.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
peuple entier ; adv. • πανδημίᾳ ESCHL c. πανδημεί.
Étymologie: πάνδημος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πάνδημος
νεοελλ.
επιδημία που εξαπλώνεται γρήγορα και προσβάλλει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας
αρχ.
1. ολόκληρος ο λαός της πόλεως
2. (η δοτ. ως επίρρ.) πανδημίᾳ
πανδημεί, όλοι μαζί.

Greek Monotonic

πανδημία: ἡ, το σύνολο των ανθρώπων, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πανδημία:1) весь народ в целом, поголовно все население (πανδημίαν ἐξάγειν Plat.): πανδημίᾳ Aesch. всенародно, единодушно;
2) союз всех народов (πανδημίαν καθιστάναι Plut.).