σκοτοδινιάω: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκοτοδινιάω:''' ([[δίνη]]), μόνο σε ενεστ., [[υποφέρω]] από [[ζάλη]] ή ίλιγγο, ζαλίζομαι, χάνω το φως μου, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''σκοτοδινιάω:''' ([[δίνη]]), μόνο σε ενεστ., [[υποφέρω]] από [[ζάλη]] ή ίλιγγο, ζαλίζομαι, χάνω το φως μου, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκοτοδῑνιάω:''' Arph., Plat. = [[σκοτοδινέω]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτοδῑνιάω Medium diacritics: σκοτοδινιάω Low diacritics: σκοτοδινιάω Capitals: ΣΚΟΤΟΔΙΝΙΑΩ
Transliteration A: skotodiniáō Transliteration B: skotodiniaō Transliteration C: skotodiniao Beta Code: skotodinia/w

English (LSJ)

   A suffer from dizziness or vertigo, Ar.Ach.1219, Pl.Tht. 155c, Lg.663b, etc.

German (Pape)

[Seite 905] = σκοτοδινέω; Ar. Ach. 1179; Plat. Theaet. 153 c Legg. II, 663 b; Ath. V, 187 e; Lob. Phryn. p. 82.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοδῑνιάω: πάσχω ἐκ σκοτοδινίας, «ζαλίζομαι», Ἀριστοφ. Ἀχ. 1219, Πλάτ. Θεαίτ. 155C, Νόμ. 663Β, κτλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 82· «σκοτοῦται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. σκοτοδινέω.

Greek Monotonic

σκοτοδινιάω: (δίνη), μόνο σε ενεστ., υποφέρω από ζάλη ή ίλιγγο, ζαλίζομαι, χάνω το φως μου, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σκοτοδῑνιάω: Arph., Plat. = σκοτοδινέω.