εὐκόσμητος: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκόσμητος:''' -ον ([[κοσμέω]]), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''εὐκόσμητος:''' -ον ([[κοσμέω]]), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκόσμητος:''' красиво устроенный или украшенный (ἀθανάτων [[προθύραια]] HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A welladorned, h. Merc.384.
German (Pape)
[Seite 1075] wohl geordnet, geschmückt, H. h. Merc. 384.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκόσμητος: -ον, (κοσμέω) εὖ κεκοσμημένος, Ὁμ. Ὕμν εἰς Ἑρμ. 384.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien orné, bien disposé.
Étymologie: εὐκοσμέω.
Greek Monolingual
εὐκόσμητος, -ον (Α)
ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοσμητός (< κοσμώ «στολίζω»)].
Greek Monotonic
εὐκόσμητος: -ον (κοσμέω), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
εὐκόσμητος: красиво устроенный или украшенный (ἀθανάτων προθύραια HH).