συνωριαστής: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνωριαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί [[συνωρίδα]] ([[συνωρίς]]), [[αμαξηλάτης]] σε [[άμαξα]] [[δύο]] αλόγων, σε Λουκ. | |lsmtext='''συνωριαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί [[συνωρίδα]] ([[συνωρίς]]), [[αμαξηλάτης]] σε [[άμαξα]] [[δύο]] αλόγων, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνωριαστής:''' οῦ ὁ [[συνωρίς]] синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
conducteur d’un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].
Greek Monotonic
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνωριαστής: οῦ ὁ συνωρίς синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.