μανιάκης: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰνιάκης:''' -ου, ὁ, [[περιβραχιόνιο]] από λιωμένο χρυσό, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες, σε Πολύβ. | |lsmtext='''μᾰνιάκης:''' -ου, ὁ, [[περιβραχιόνιο]] από λιωμένο χρυσό, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μανιάκης:''' ου ὁ ожерелье (у персов и кельтов) Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A necklace, torc, worn of gold by Persians and Gauls, Plb.2.29.8, 2.31.5, LXX 1 Es.3.6, Plu.Cim.9, Jul.ad Ath.284d, Lyd. Mag.1.46 (pl.):—also μᾰνι-άκη, ἡ, PMon.7.74 (vi A. D.):—Dim. μᾰνι-άκιον, τό, Sch. Theoc.11.41.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνιάκης: -ου, ὁ, περιτραχήλιον κόσμημα, χρυσοῦν περιδέραιον καὶ περιβραχιόνιον, ἃ ἔφερον οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Γαλάται, Πολύβ. 2. 29, 8., 31, 5, Πλουτ. Κίμ. 9, κτλ.· ὡσαύτως μανίακον, τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα ἐνδύματος, Φαβωρῖνος, πρβλ. Ἡσύχ. Πρβλ. μάνος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collier d’or des Perses, des Celtes.
Étymologie: DELG emprunt iranien ; cf. γαυνάκης, ἀκινάκης, μανδάκης.
Greek Monolingual
μανιάκης, ὁ (ΑM)
χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.)
μσν.
χρυσό περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη Γαλατική. Ωστόσο, η αντιστοιχία στο επίθημα -άκης με τα γαυν-άκης, μανι-άκης οδηγεί στο να θεωρηθεί η λ. δάνειο από την Ιρανική και να αναχθεί σε ινδοιρανική ρίζα mani- (< ΙΕ ρίζα moni- που μαρτυρείται στο λατ. monīle «περιδέραιο», πρβλ. αβεστ. zarәnu maini «χρυσό περιδέραιο»)].
Greek Monotonic
μᾰνιάκης: -ου, ὁ, περιβραχιόνιο από λιωμένο χρυσό, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
μανιάκης: ου ὁ ожерелье (у персов и кельтов) Polyb., Plut.