ἀπολείχω: Difference between revisions
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καθαρίζω]] γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀπολείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καθαρίζω]] γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολείχω:''' слизывать, облизывать (τὰ ἕλκη NT - v. l. [[ἐπιλείχω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A lick off, ἕλκη, v.l. for ἐπι-, A.R.4.478, cf. Epic. in Arch.Pap.7.6, Ath.6.250a, Sch.Il.Oxy.221ii33; lick clean, c. gen. partit., φόνου Ev.Luc.16.21.
German (Pape)
[Seite 311] ablecken, Ath. VI, 250 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολείχω: λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· λείχω, λείχων καθαρίζω τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.
French (Bailly abrégé)
essuyer en léchant.
Étymologie: ἀπό, λείχω.
Spanish (DGE)
lamer c. ac. τὸν σίαλον Ath.250a, cf. Sch.Er.Il.21.123 (p.85)
•c. gen. τρὶς δ' ἀπέλειξε φόνου tres veces lamió la sangre A.R.4.478.
English (Strong)
from ἀπό and leicho (to "lick"); to lick clean: lick.
English (Thayer)
(imperfect ἀπέλειχον); to lick off, lick up: R G; cf. ἐπιλείχω. (Apollonius Rhodius, 4,478); Athen. vi. c. 13, p. 250a.)
Greek Monolingual
ἀπολείχω (Α) λείχω
αφαιρώ, καθαρίζω γλείφοντας.
Greek Monotonic
ἀπολείχω: μέλ. -ξω, καθαρίζω γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀπολείχω: слизывать, облизывать (τὰ ἕλκη NT - v. l. ἐπιλείχω).