τονίζω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τόνος]]<br />[[βάζω]] τόνο σε μια [[συλλαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[μελοποιώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εκφέρω]] [[κάτι]] έντονα («τόνισε τα τελευταία του [[λόγια]]»)<br />β) [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] με [[έμφαση]], [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[υπογραμμίζω]] («του τόνισα να [[είναι]] [[προσεκτικός]]»).
|mltxt=ΝΜΑ [[τόνος]]<br />[[βάζω]] τόνο σε μια [[συλλαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[μελοποιώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εκφέρω]] [[κάτι]] έντονα («τόνισε τα τελευταία του [[λόγια]]»)<br />β) [[υποδεικνύω]] [[κάτι]] με [[έμφαση]], [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[υπογραμμίζω]] («του τόνισα να [[είναι]] [[προσεκτικός]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''τονίζω:''' грам. снабжать (тоническим) ударением.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονίζω Medium diacritics: τονίζω Low diacritics: τονίζω Capitals: ΤΟΝΙΖΩ
Transliteration A: tonízō Transliteration B: tonizō Transliteration C: tonizo Beta Code: toni/zw

English (LSJ)

   A furnish with an accent, Troil.Proll.Hermog.ap.Rh.6.45 W., Cod.Vat. 1751 in AB1169 (note), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1127] betonen, mit einem Tonzeichen, Accent versehen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τονίζω: ὡς καὶ νῦν, ἐπιτίθημι τόνον, στίζων ἢ τονίζων Ρήτορες (Walz) τ. 6, σ. 45, 26, Α. Β. 1169 σημ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τόνος
βάζω τόνο σε μια συλλαβή
νεοελλ.
1. μουσ. μελοποιώ
2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια»)
β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («του τόνισα να είναι προσεκτικός»).

Russian (Dvoretsky)

τονίζω: грам. снабжать (тоническим) ударением.