σκάνδιξ: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκάνδιξ:''' -ῑκος, ἡ, το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]], είδος λάχανου (Λατ. Chaerophyllum), σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σκάνδιξ:''' -ῑκος, ἡ, το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]], είδος λάχανου (Λατ. Chaerophyllum), σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκάνδιξ:''' ικος ὁ бот. бутень съедобный (Chaerophyllum) или кервель Arph., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ῑκος, ἡ (Sch.Ar., v. infr.),
A wild chervil, Scandis Pecten-Veneris, Ar.Ach.478, And.Fr.4, Thphr.HP7.7.1, 7.8.1, Dsc.2.138.
German (Pape)
[Seite 889] ικος, ὁ, Kerbel, lat. scandix; Ar. Ach. 454; Theophr.; Luc. Lex. 2 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), εἶδος λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), ὅπερ ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. σκανδικοπώλης, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
cerfeuil, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, -ικος και σκάνδυξ, -υκος, ἡ, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή της τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι αυτοφυή στην Ελλάδα κν. γνωστά σήμερα ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ιξ, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών, πρβλ. ῥάδ-ιξ, σπάδ-ιξ].
Greek Monotonic
σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, το φυτό πετροσέλινο, είδος λάχανου (Λατ. Chaerophyllum), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σκάνδιξ: ικος ὁ бот. бутень съедобный (Chaerophyllum) или кервель Arph., Luc.