ἱππομαχέω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππομᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] πάνω στην [[πλάτη]] αλόγου, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἱππομᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] πάνω στην [[πλάτη]] αλόγου, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππομαχέω:''' <b class="num">1)</b> сражаться в конном строю, вести конный бой (οἱ ἱππῆς ἱππομάχησαν Thuc.; ἱ. πρὸς ὁπλιτας Xen.; κράτιστοι ὄντες ἱ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> сражаться против конницы ([[ἅμα]] ἱ. τε καὶ φαλαγγομαχεῖν καὶ πυργομαχεῖν Xen.).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππομᾰχέω Medium diacritics: ἱππομαχέω Low diacritics: ιππομαχέω Capitals: ΙΠΠΟΜΑΧΕΩ
Transliteration A: hippomachéō Transliteration B: hippomacheō Transliteration C: ippomacheo Beta Code: i(ppomaxe/w

English (LSJ)

   A fight on horseback, Th.4.124, X.Cyr.6.4.18; ἱ. πρὸς ὁπλίτας to fight, cavalry against infantry, Id.Ages.2.3.

German (Pape)

[Seite 1260] zu Pferde kämpfen, Xen. Cyr. 6, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππομᾰχέω: μάχομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, ἔφιππος, Θουκ. 4. 124, 18˙ πῶς ἅμα δυνήσεται ἱππομαχεῖν τε καὶ φαλαγγομαχεῖν καὶ πυργομαχεῖν; Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18˙ πρὸς τοὺς ὁπλίτας ἱππομαχεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 combattre à cheval;
2 en parl. de cavalerie combattre contre de l’infanterie.
Étymologie: ἱππόμαχος.

Greek Monotonic

ἱππομᾰχέω: μέλ. -ήσω, μάχομαι πάνω στην πλάτη αλόγου, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππομαχέω: 1) сражаться в конном строю, вести конный бой (οἱ ἱππῆς ἱππομάχησαν Thuc.; ἱ. πρὸς ὁπλιτας Xen.; κράτιστοι ὄντες ἱ. Plut.);
2) сражаться против конницы (ἅμα ἱ. τε καὶ φαλαγγομαχεῖν καὶ πυργομαχεῖν Xen.).