ἐπιθωΰσσω: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιθωΰσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], [[δίνω]] μεγαλοφώνως διαταγές, σε Αισχύλ.· ἐπεθώϋξας [[τοῦτο]], ανακοίνωσες, ώθησες αυτό πάνω μας, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπιθωΰσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], [[δίνω]] μεγαλοφώνως διαταγές, σε Αισχύλ.· ἐπεθώϋξας [[τοῦτο]], ανακοίνωσες, ώθησες αυτό πάνω μας, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιθωΰσσω:''' (aor. ἐπεθώϋξα)<br /><b class="num">1)</b> громко приказывать (κελεύειν καὶ ἐ. Aesch.): οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώϋξας [[τοῦτο]] Aesch. твой призыв соответствует и нашим желаниям;<br /><b class="num">2)</b> подбодрять: [[κάλαμος]] κώπαις ἐπιθωΰξει Eur. свирель (Пана) зазвучит, ободряя гребцов. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A shout or call out, give loud commands, A.Pr.73; οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώϋξας τοῦτο thou didst urge this upon not unwilling ears, ib.279; κάλαμος . . κώπαις ἐπιθωΰξει E.IT1127.
German (Pape)
[Seite 944] zurufen, οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώϋξας τοῦτο Aesch. Prom. 277, vgl. 73; ἐπιθωΰξει κώπαις ὁ κάλαμος Eur. I. T. 1127, dazu tönen; – σκύλακας, anhetzen, Synes.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπεθώϋξα;
crier sur ; presser, exhorter, encourager, τινι.
Étymologie: ἐπί, θωΰσσω.
Greek Monotonic
ἐπιθωΰσσω: μέλ. -ξω, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, δίνω μεγαλοφώνως διαταγές, σε Αισχύλ.· ἐπεθώϋξας τοῦτο, ανακοίνωσες, ώθησες αυτό πάνω μας, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθωΰσσω: (aor. ἐπεθώϋξα)
1) громко приказывать (κελεύειν καὶ ἐ. Aesch.): οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώϋξας τοῦτο Aesch. твой призыв соответствует и нашим желаниям;
2) подбодрять: κάλαμος κώπαις ἐπιθωΰξει Eur. свирель (Пана) зазвучит, ободряя гребцов.