πανταχῶς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πανταχῶς:''' ([[πᾶς]]), επίρρ., με όλους τους τρόπους, ολοκληρωτικά, Λατ. [[omnino]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πανταχῶς:''' ([[πᾶς]]), επίρρ., με όλους τους τρόπους, ολοκληρωτικά, Λατ. [[omnino]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παντᾰχῶς:''' во всех отношениях, полностью, вполне Plat., Isocr.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντᾰχῶς Medium diacritics: πανταχῶς Low diacritics: πανταχώς Capitals: ΠΑΝΤΑΧΩΣ
Transliteration A: pantachō̂s Transliteration B: pantachōs Transliteration C: pantachos Beta Code: pantaxw=s

English (LSJ)

Adv.

   A in all ways, altogether, Pl.Prm.143c, Isoc.15.94.

German (Pape)

[Seite 463] auf jede Weise, durchaus; Plat. Parmen. 143 c; Menand. bei Ath. VI, 243 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανταχῶς: Ἐπίρρ., κατὰ πάντα τρόπον, ὅλως, Λατ. omnino, Πλάτ. Παρμ. 143C, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 100.

French (Bailly abrégé)

adv.
de toutes les manières, par toute sorte de moyens.
Étymologie: πᾶς, -αχῶς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. πολλ-αχ-ώς), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].

Greek Monotonic

πανταχῶς: (πᾶς), επίρρ., με όλους τους τρόπους, ολοκληρωτικά, Λατ. omnino, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παντᾰχῶς: во всех отношениях, полностью, вполне Plat., Isocr.