ἔραζε: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(14)
(2)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔραζε]] και δωρ. τ. [[ἔρασδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[καταγής]], στο [[έδαφος]] («νιφάδες δ’ ὣς πῑπτον [[ἔραζε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρα</i> «γη» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ζε</i>, δηλωτική της [[προς]] τόπον κινήσεως].
|mltxt=[[ἔραζε]] και δωρ. τ. [[ἔρασδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[καταγής]], στο [[έδαφος]] («νιφάδες δ’ ὣς πῑπτον [[ἔραζε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρα</i> «γη» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ζε</i>, δηλωτική της [[προς]] τόπον κινήσεως].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔραζε:''' дор. v. l. [[ἔρασδε]] [*[[ἔρα]] = лат. [[terra]] adv. на землю, наземь (πίπτειν Hom., Aesch.; χεῖν Hom., Hes., Theocr.).
}}
}}

Revision as of 07:38, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1016] auf die Erde, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε Od. 22, 85; κατὰ δὲ πτέρα χεῦεν ἔραζε 15, 526; so Hes. O. 419. 471; Aesch. frg. 144; dor. ἔρασδε, Theocr. 7, 146. – Bei Hosch. 2, 66, πολλὰ δ' ἔραζε θαλέεσκε πέτηλα, = auf der Erde.

French (Bailly abrégé)

adv.
à terre avec mouv.
Étymologie: ἔρα, -δε.

English (Autenrieth)

upon the ground, with πίπτω and χέω, χ 2, Il. 12.156.

Greek Monolingual

ἔραζε και δωρ. τ. ἔρασδε (Α)
επίρρ. καταγής, στο έδαφος («νιφάδες δ’ ὣς πῑπτον ἔραζε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρα «γη» + κατάλ. -ζε, δηλωτική της προς τόπον κινήσεως].

Russian (Dvoretsky)

ἔραζε: дор. v. l. ἔρασδε [*ἔρα = лат. terra adv. на землю, наземь (πίπτειν Hom., Aesch.; χεῖν Hom., Hes., Theocr.).