βαθύγαιος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(7)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθύγαιος]], -ον (Α)<br />(για [[περιοχή]]) αυτός που έχει βαθύ, παχύ [[χώμα]], ο [[εύφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γαία]], ποιητ. τ. του <i>γη</i>].
|mltxt=[[βαθύγαιος]], -ον (Α)<br />(για [[περιοχή]]) αυτός που έχει βαθύ, παχύ [[χώμα]], ο [[εύφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γαία]], ποιητ. τ. του <i>γη</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύγαιος:''' = [[βαθύγειος]].
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ion. c. βαθύγειος.

Greek Monolingual

βαθύγαιος, -ον (Α)
(για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη].

Russian (Dvoretsky)

βαθύγαιος: = βαθύγειος.