ὀδυρτός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδυρτός:''' внушающий сожаление, жалкий (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. [[ὀδυρτά]].
}}
}}