ὠμοβρώς: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠμοβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[βιβρώσκω]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὠμοβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[βιβρώσκω]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠμοβρώς:''' ῶτος adj. [[ὠμός]]<br /><b class="num">1)</b> едящий сырое мясо Soph., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> кровожадный, жестокий (ἀποινόδικοι δίκαι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ,
A eating raw flesh, E.Tr. 436, HF889 (lyr.), Tim.Pers.150, prob. in S.Fr.799.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ ἐσθίων ὠμὸν κρέας, Εὐρ. Τρῳ. 436, Ἡρ. Μαιν. 887· καὶ πιθανῶς διορθωτέον ὠμοβρὼς ἀντὶ -βρῶτα ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 153.
French (Bailly abrégé)
ῶτος (ὁ, ἡ)
c. ὠμοβόρος.
Greek Monolingual
-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
1. ωμοβόρος
2. ὠμόβρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο-βρώς].
Greek Monotonic
ὠμοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώει ωμό κρέας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὠμοβρώς: ῶτος adj. ὠμός
1) едящий сырое мясо Soph., Eur.;
2) кровожадный, жестокий (ἀποινόδικοι δίκαι Eur.).