ἀντιπέρα: Difference between revisions
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
(5) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ἀντίπερα, -[[πέραν]], -[[πέρην]], -[[πέρας]]<br />Μ [[ἀντιπέραν]] κ. ἀντίπεραν)<br /><b>επίρρ.</b> στο [[απέναντι]] [[μέρος]], στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]], [[αντίκρυ]] («[[ποτάμι]] για λιγόστεψε, [[ποτάμι]] στρέψε [[πίσω]] για να περάσω [[αντίπερα]]»).<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> «Ἀσίδα τ' [[ἀντιπέρην]] τε» — την ασιατική και την [[απέναντι]] [[ακτή]]. | |mltxt=(Α ἀντίπερα, -[[πέραν]], -[[πέρην]], -[[πέρας]]<br />Μ [[ἀντιπέραν]] κ. ἀντίπεραν)<br /><b>επίρρ.</b> στο [[απέναντι]] [[μέρος]], στην [[απέναντι]] όχθη ή [[ακτή]], [[αντίκρυ]] («[[ποτάμι]] για λιγόστεψε, [[ποτάμι]] στρέψε [[πίσω]] για να περάσω [[αντίπερα]]»).<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> «Ἀσίδα τ' [[ἀντιπέρην]] τε» — την ασιατική και την [[απέναντι]] [[ακτή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιπέρᾰ:''' Polyb. = [[ἀντιπέρας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. for ἀντιπέρᾱν, Plb.1.17.4 (dub.): c. gen.,
A ἀ. τῆς Γαλιλαίας Ev.Luc.8.26: proparox. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 258] p. = ἀντιπέραν, doch auch Pol. οἱ ἀντιπέρα βάρβαροι 3. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπέρᾱ: ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἀντιπέρᾱν, Πολύβ. 1. 17, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἀντιπέραν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀντίπερα Hsch., Plb.4.57.5; ἀντιπέλ(α) POxy.141.5 (VI d.C.)
adv. al otro lado ἡ ἀντίπερα χώρα Plb.l.c., cf. 3.43.1, 5.48.4, POsl.26.8 (V d.C.)
•c. gen. ἀντιπέρα τῆς Γαλιλαίας Eu.Luc.8.26, cf. ἀντιπέρας.
Greek Monolingual
(Α ἀντίπερα, -πέραν, -πέρην, -πέρας
Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν)
επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ («ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»).
αρχ.
ως επίθ. «Ἀσίδα τ' ἀντιπέρην τε» — την ασιατική και την απέναντι ακτή.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπέρᾰ: Polyb. = ἀντιπέρας.