Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Φοινικικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Φοινῑκικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[Φοινικικός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει [[αρχαιότητα]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει [[πανουργία]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]] = [[φοινίκειος]]· μεταφ., <i>κακὰ φοινικικά</i>, «με [[βαθιά]] [[κακία]]», σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Φοινῑκικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[Φοινικικός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει [[αρχαιότητα]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει [[πανουργία]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]] = [[φοινίκειος]]· μεταφ., <i>κακὰ φοινικικά</i>, «με [[βαθιά]] [[κακία]]», σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Φοινῑκικός:''' финикийский (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν [[στρατήγημα]] Polyb. финикийская хитрость.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Φοινῑκικός: -ή, -όν, ὁ εἰς Φοίνικας ἀνήκων, ὁ ὑπὸ Φοινίκων ἀνευρεθείς, τὰ δὲ μέταλλα τὰ φοινικικὰ Ἡρόδ. 6. 47, Θουκ. 6. 46, κλπ.· ἐνίοτε ὡς τὸ Ὠγύγιος, εἰς δήλωσιν μεγάλης ἀρχαιότητος, Πλάτ. Πολ. 414C· ― βραδύτερον ὡσαύτως, Καρχηδονικός, ὡς ἐν τῷ fides Punica, εἰς δήλωσιν πανουργίας καὶ δόλου, Φ. στρατήγημα Πολύβ. 3. 78, 1· φ. τι ψεῦδος Εὐστ. 1757 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ Φοινικικὸν τρόπον, Διογέν. Λαέρτ. 7. 25· ― (Φοινικός, ή, όν, εἶναι συχνὸν ἁμάρτημα τῶν ἀντιγραφέων, ἴδε Wimmer εἰς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3, Διονύσ. Ἁλ. 1. 6 καὶ 8., 2. 66. κλπ. ΙΙ. = φοινίκεος, ἐρυθρός, μεταφορ., κακὰ φοιν., οἱονεὶ βαθέος χρώματος, μεγάλην κακίαν ἔχοντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 303· ἴδε Br. καὶ Dind. αὐτόθι 1173.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Phénicie, phénicien.
Étymologie: Φοῖνιξ.

Greek Monotonic

Φοινῑκικός: -ή, -όν,
I. Φοινικικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει αρχαιότητα, σε Πλάτ.· έπειτα, Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει πανουργία, σε Πολύβ.
II. φοινικικός = φοινίκειος· μεταφ., κακὰ φοινικικά, «με βαθιά κακία», σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Φοινῑκικός: финикийский (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν στρατήγημα Polyb. финикийская хитрость.