Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόσχολος: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόσχολος:''' -ον ([[σχολή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξοδεύει ανώφελα την [[αργία]] του, που δαπανά την ανάπαυλά του άσκοπα, [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., <i>κ. πνοαί</i>, άνεμοι που οδηγούν τους άντρες σε [[οκνηρία]], σε [[αργία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κᾰκόσχολος:''' -ον ([[σχολή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξοδεύει ανώφελα την [[αργία]] του, που δαπανά την ανάπαυλά του άσκοπα, [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., <i>κ. πνοαί</i>, άνεμοι που οδηγούν τους άντρες σε [[οκνηρία]], σε [[αργία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόσχολος:''' <b class="num">1)</b> плохо использующий свое время, т. е. праздный, ленивый Anth.;<br /><b class="num">2)</b> вынуждающий к тяжелой бездеятельности: πνοαὶ κακόσχολοι Aesch. ветры, обрекающие на томительное ожидание, т. е. мешающие отплытию.
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόσχολος Medium diacritics: κακόσχολος Low diacritics: κακόσχολος Capitals: ΚΑΚΟΣΧΟΛΟΣ
Transliteration A: kakóscholos Transliteration B: kakoscholos Transliteration C: kakoscholos Beta Code: kako/sxolos

English (LSJ)

ον, (σχολή)

   A mischievous, frivolous, Arr.Epict.2.19.15; κακόσχολε naughty! AP5.103 (Marc.Arg.). Adv. -λως, οἰκονομεῖν actwith frivolous delay, Ptol.Philad. ap. Aristeam 24; frivolously, προσφιλονεικεῖν, ἐγκαλεῖν, Simp.in Cat.67.15, in Ph.433.7; τὰ καλῶς λεγόμενα -λως ἐκδεχόμενον ἀδόκιμα δεικνύναι Id.in Cat.7.27; also, = κακεμφάτως, Tryph.Trop.p.193S., EM634.6, Sch.Ar.Ach.397, Eust.1638.17.    II Act., κ. πνοαί winds that enforce harmful idleness, A.Ag.193 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1304] der seine Muße schlecht anwendet, dummes Zeug macht, Arr. Ep. 2, 19, 15. – Bei Aesch. Ag. 186 sind πνοαὶ κακόσχολοι die bösen Verzug bewirken. – Saumselig, träg, M. Arg. 3 (V, 104). – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui emploie mal son temps;
2 qui cause un retard funeste.
Étymologie: κακός, σχολή.

Greek Monolingual

κακόσχολος, -ον (Α)
1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο της σχόλης του κακώς
2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε
μηδαμινέ
3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» — άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία
4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης.
επίρρ...
κακοσχόλως (Α)
1. χωρίς σύνεση, επιπόλαια, με αφροσύνη
2. αισχρά, κακέμφατα, με άσεμνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σχολος (< σχολή «αργία, απραξία»), πρβλ. αυτό-σχολος].

Greek Monotonic

κᾰκόσχολος: -ον (σχολή),·
I. αυτός που ξοδεύει ανώφελα την αργία του, που δαπανά την ανάπαυλά του άσκοπα, οκνηρός, τεμπέλης, σε Ανθ.
II. Ενεργ., κ. πνοαί, άνεμοι που οδηγούν τους άντρες σε οκνηρία, σε αργία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόσχολος: 1) плохо использующий свое время, т. е. праздный, ленивый Anth.;
2) вынуждающий к тяжелой бездеятельности: πνοαὶ κακόσχολοι Aesch. ветры, обрекающие на томительное ожидание, т. е. мешающие отплытию.