πτύγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτύγμα:''' -ατος, τό ([[πτύσσω]]), [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], [[δίπλωμα]] πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πτύγμα:''' -ατος, τό ([[πτύσσω]]), [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], [[δίπλωμα]] πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πτύγμα:''' ατος τό складки, складчатость (πέπλοιο π. Hom., Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύγμα Medium diacritics: πτύγμα Low diacritics: πτύγμα Capitals: ΠΤΥΓΜΑ
Transliteration A: ptýgma Transliteration B: ptygma Transliteration C: ptygma Beta Code: ptu/gma

English (LSJ)

ατος, τό, (πτύσσω)

   A fold or anything folded, πέπλοιο π. Il.5.315, cf. AP6.271 (Phaedim.); π. τοῦ δέρματος fold of skin, Antyll. ap. Orib.45.15.8; τῆς ὑστέρας, = fundus uteri, Paul.Aeg.3.64.    II Medic., piece of lint folded up to stop a wound, pledget, Antyll. ap. Orib.10.13.27; of a bandage, Gal.18(1).826.

German (Pape)

[Seite 811] τό, das Gefaltete, Zusammengelegte; πέπλοιο πτύγμα, das doppelt zusammengelegte Oberkleid, Il. 5, 315; VLL. erkl. δίπλωμα; vgl. πέπλων ὀλίγον πτύγμα, Phaedim. 3 (VI, 271). – Bei den Aerzten ein doppelt gelegter Lappen, ἐρίου, von Wolle.

Greek (Liddell-Scott)

πτύγμα: τό, (πτύσσω) δίπλωμα, πέπλοιο πτύγμα, τὸ δίπλωμα τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τεμάχιον λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, πίλημα, Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pli, repli d’une étoffe.
Étymologie: πτύσσω.

English (Autenrieth)

(πτύσσω): fold, Il. 5.315†.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α πτύσσω
1. ο σχηματισμός πτυχής, το να διπλώνεται κάτιπρόσθε δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
2. πτυχή, ρυτίδα του δέρματος
3. τεμάχιο λινού υφάσματος για έμφραξη πληγής, γάζα
4. είδος επιδέσμου.

Greek Monotonic

πτύγμα: -ατος, τό (πτύσσω), δίπλωμα, πέπλοιο πτύγμα, δίπλωμα πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πτύγμα: ατος τό складки, складчатость (πέπλοιο π. Hom., Anth.).