ἐγκείρω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκείρω:''' μόνο σε μτχ. Παθ. παρακ., <i>ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ</i>, με κουρεμένο [[κεφάλι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐγκείρω:''' μόνο σε μτχ. Παθ. παρακ., <i>ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ</i>, με κουρεμένο [[κεφάλι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκείρω:''' коротко стричь: ἐγκεκαρμένῳ (v. l. ἐν и ἐπὶ κεκαρμένῳ) κάρᾳ Eur. на коротко остриженной голове.
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκείρω Medium diacritics: ἐγκείρω Low diacritics: εγκείρω Capitals: ΕΓΚΕΙΡΩ
Transliteration A: enkeírō Transliteration B: enkeirō Transliteration C: egkeiro Beta Code: e)gkei/rw

English (LSJ)

in pf. part. Pass., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ with

   A shorn head, E. El.108 (v.l. ἐν κεκ.).

German (Pape)

[Seite 707] nur ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ, mit kahlgeschornem Haupte, Eur. El. 108.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκείρω: μόνον ἅπαξ ἐν τῇ μετοχ. παθ. πρκμ., ἐγκεκαρμένῳ κάρα, μὲ κεκαρμένην κεφαλήν, Εὐρ. Ἠλ. 108· ἴδε Schäf. Mel. σ. 78.

French (Bailly abrégé)

raser.
Étymologie: ἐν, κείρω.

Greek Monolingual

ἐγκείρω (Α)
κουρεύω («ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ»).

Greek Monotonic

ἐγκείρω: μόνο σε μτχ. Παθ. παρακ., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ, με κουρεμένο κεφάλι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκείρω: коротко стричь: ἐγκεκαρμένῳ (v. l. ἐν и ἐπὶ κεκαρμένῳ) κάρᾳ Eur. на коротко остриженной голове.