ἀμάχητος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμάχητος:''' -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b>αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει [[κάποιος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακυρίευτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη [[μάχη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀμάχητος:''' -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b>αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει [[κάποιος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακυρίευτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη [[μάχη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμάχητος:''' (μᾰ)<br /><b class="num">1)</b> неодолимый, непобедимый ([[θεῶν]] βέλη Soph.);<br /><b class="num">2)</b> не принимавший (еще) участия в бою (σύμμαχοι Xen.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰχητος Medium diacritics: ἀμάχητος Low diacritics: αμάχητος Capitals: ΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: amáchētos Transliteration B: amachētos Transliteration C: amachitos Beta Code: a)ma/xhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be fought with, unconquerable, S.Ph.198 (lyr.).    II not having fought, not having been in battle, X.Cyr.6.4.14; ἀ. ὄλεθρος destruction without fighting, Lys.Fr.71.

German (Pape)

[Seite 117] 1) unbezwinglich, θεῶν βέλη Soph Phil. 198. – 2) der noch nicht in die Schlacht gekommen ist, Xen. Cyr. 6, 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάχητος: -ον, ἀπροσμάχητος, ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. ὄλεθρος, καταστροφὴ ἄνευ μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. ἄμαχος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 contre qui l’on ne peut pas lutter;
2 qui n’a pas encore combattu.
Étymologie: ἀ, μάχομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
I irresistible τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198, κέρδος Simon.36.9, ἄνεμος POxy.1482.6 (II d.C.).
II 1que no lucha, que no entra en batalla de pers., X.Cyr.6.4.14.
2 de cosas que sucede sin resistencia o lucha ὄλεθρος Lys.Fr.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμάχητος, -ον)
νεοελλ.
αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια)
αρχ.
1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος
2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη
3. ο δίχως μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαχητός < μά-χομαι.
ΠΑΡ. αμαχητί].

Greek Monotonic

ἀμάχητος: -ον (μάχομαι),
I.αυτός τον οποίο δεν μπορεί να αντιπαλέψει κάποιος, ακαταμάχητος, ακυρίευτος, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη μάχη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμάχητος: (μᾰ)
1) неодолимый, непобедимый (θεῶν βέλη Soph.);
2) не принимавший (еще) участия в бою (σύμμαχοι Xen.).