Μηλίς: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Μηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, Ιων. αντί <i>Μᾱλίς</i>, με ή [[χωρίς]] το <i>γῆ</i>, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[Μηλιεύς]]. | |lsmtext='''Μηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, Ιων. αντί <i>Μᾱλίς</i>, με ή [[χωρίς]] το <i>γῆ</i>, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[Μηλιεύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Μηλίς:''' ίδος adj. f малийская: Μ. [[λίμνη]] Soph. = Μηλιεὺς [[κόλπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A v. Μηλιεύς.
French (Bailly abrégé)
1ίδος
adj. f.
Μηλὶς γῆ, ou simpl. ἡ Μηλίς le territoire de Mèlis, la Mélide, contrée de Thessalie ; Mηλὶς λίμνη SOPH c. Μηλιεὺς κόλπος.
Étymologie:.
2ίδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.
Greek Monolingual
(I)
Μηλίς, ἡ (Α)
βλ. μηλιακός και Μηλιεύς.———————— (II)
Μηλίς, -ίδος (Α)
νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. -ίς (πρβλ. Δαυλ-ίς)].
Greek Monotonic
Μηλίς: -ίδος, ἡ, Ιων. αντί Μᾱλίς, με ή χωρίς το γῆ, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. Μηλιεύς.
Russian (Dvoretsky)
Μηλίς: ίδος adj. f малийская: Μ. λίμνη Soph. = Μηλιεὺς κόλπος.