Μηλιεύς
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
inhabitant of Malis (Μηλίς), Ion. pl. Μηλιέες Hdt.7.132, etc.; early Att. Μηλιῆς Th.3.92, etc.; later the Dor. form Μαλιῆς was used, Arist.Pol.1297b14, D.S.17.57: as adjective, Μηλιεὺς κόλπος the Sinus Maliacus, Hdt.4.33: Μηλῐακός, ή, όν, Th.3.96, etc.; fem. Μηλὶς λίμνα, = Μηλιεὺς κόλπος, S.Tr.636 (lyr.); M. γῆ, χώρη, Hdt.7.198,8.31; cf. Μηλιάδες.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
1 de Mèlis ; Μηλιεὺς κόλπος le golfe Maliaque;
2 οἱ Μηλιεῖς, anc. att. οἱ Μηλιῆς, ion. οἱ Μηλιέες les habitants de Mèlos.
Étymologie: v. Μαλιακός, Μηλίς¹.
Russian (Dvoretsky)
Μηλιεύς: έως, атт. ιῶς adj. m [Μηλί ς II] малийский: Μ. κόλπος Her., Thuc. Малийский залив.
Greek (Liddell-Scott)
Μηλιεύς: κάτοικος τῆς Μηλίδος, πληθ. Μηλιέες, Ἡρόδ. 8. 132, κτλ.· παρὰ τοῖς Ἀττ. Μηλιῆς Σοφ. Φ. 4, Τρ. 193, Θουκ. 3. 92, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἀττ. ὁ Δωρ. τύπος Μᾱλιεῖς ἦτο ἐν χρήσει, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 9, Διόδ., κτλ. - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., Μηλιεὺς κόλπος, ὁ Μαλιακός, Ἡρόδ. 4. 33· - Μηλιακός, ή, όν, Θουκ. 3. 92, κτλ.· θηλ. Μηλὶς λίμνη = Μηλιεὺς κόλπος, Σοφ. Τ. 636, πρβλ. Μηλιάδες.
Greek Monolingual
Μηλιεύς, -έως, δωρ. τ. Μαλιεύς, ο, θηλ. Μηλίς, -ίδος (Α) Μηλίς
1. ο κάτοικος της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος
2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μηλίδα, Μηλιακός, Μαλιακός («Μηλιεὺς κόλπος» ή «Μηλὶς λίμνη» — ο Μαλιακός κόλπος).
Greek Monotonic
Μηλιεύς:I. κάτοικος της Μηλίδος (Μῆλις), Μηλιέας, πληθ. Μηλιέες, σε Ηρόδ.· στην αρχ. Αττ. Μηλιῆς, σε Σοφ., Θουκ.
II. ως επίθ. Μηλιεὺς κόλπος, ο Μαλιακός κόλπος, σε Ηρόδ.· Μηλιακός, -ή, -όν, σε Θουκ.· θηλ. Μηλὶς λίμνη = Μηλιεὺς κόλπος, σε Σοφ.
Middle Liddell
I. an inhabitant of Malis (Μῆλισ), a Malian, pl. Μηλιέες, Hdt.; in old Attic Μηλιῆς, Soph., Thuc.
II. as adj., Μηλιεὺς κόλπος the Sinus Maliacus, Hdt.;— Μηλιακός, ή, όν, Thuc.:—fem. Μηλὶς, λίμνη = Μηλιεύς κόλπος, Soph.