εὐαπολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐαπολόγητος:''' -ον ([[ἀπολογέομαι]]), ευκολοσυγχώρητος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὐαπολόγητος:''' -ον ([[ἀπολογέομαι]]), ευκολοσυγχώρητος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐᾰπολόγητος:''' легко извиняемый, простительный ([[ἀδίκημα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαπολόγητος Medium diacritics: εὐαπολόγητος Low diacritics: ευαπολόγητος Capitals: ΕΥΑΠΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euapológētos Transliteration B: euapologētos Transliteration C: evapologitos Beta Code: eu)apolo/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to excuse, Str.10.3.1, Plu.Agis 17, Hierocl.in CA19p.461M.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu vertheidigen, Strab. 10, 3, 1; ἀδίκημα Plut. Ag. 17.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπολόγητος: -ον, ὃν εὐκόλως συγχωρεῖ τις, «εὐκολοσυγχώρητος», Στράβ. 463, Πλουτ. Ἀγησ. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à excuser.
Étymologie: εὖ, ἀπολογέομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, -ον)
αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία»)
αρχ.
αυτός που είναι ικανός να απολογηθεί καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-λογούμαι (πρβλ. αν-απολόγητος, δυσ-απολόγητος)].

Greek Monotonic

εὐαπολόγητος: -ον (ἀπολογέομαι), ευκολοσυγχώρητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰπολόγητος: легко извиняемый, простительный (ἀδίκημα Plut.).