παλίμπρατος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίμπρατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από [[μεταπώληση]]<br /><b>2.</b> (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή [[πώληση]] λόγω αχρειότητας<br /><b>3.</b> [[μηδαμινός]], [[ανάξιος]] λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πρατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πιπράσκω]] «[[πουλώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>πρατος</i>].
|mltxt=[[παλίμπρατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από [[μεταπώληση]]<br /><b>2.</b> (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή [[πώληση]] λόγω αχρειότητας<br /><b>3.</b> [[μηδαμινός]], [[ανάξιος]] λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πρατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πιπράσκω]] «[[πουλώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>πρατος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίμπρᾱτος:''' ион. παλίμπρητος 2 (о рабе) перепродаваемый, т. е. плохой, негодный Anth.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπρᾱτος Medium diacritics: παλίμπρατος Low diacritics: παλίμπρατος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΡΑΤΟΣ
Transliteration A: palímpratos Transliteration B: palimpratos Transliteration C: palimpratos Beta Code: pali/mpratos

English (LSJ)

ον,

   A sold again or by retail, of a good-for-nothing slave who passes from hand to hand, Poll.3.125.    2 generally, good-for-nothing, Ph.2.523, Poll.4.36; also of things, D.Chr.31.37, Poll.7.12.

German (Pape)

[Seite 449] wieder verkauft, bes. von Sklaven, die oft den Herrn wechseln, oft verkauft werden, wie παλίμβολος, Poll. 3, 125 u. öfter; ion. u. ep. παλίμπρητος, Crinag. 20 (IX, 284); übh. ein Schimpfwort, Taugenichts, denn ganz schlechte Sklaven wurden eben oft verkauft, vgl. Poll. 4, 36. 6, 190.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπρᾱτος: -ον, ὁ ἐκ νέου ἢ εἰς μικρὰς ποσότητας, «λιανικῶς» πωλούμενος, ὁ συχνάκις πωλούμενος, ἐπὶ δούλου ἀναξίου λόγου μεταβαίνοντος ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα διὰ πωλήσεως, Πολυδ. Γ΄, 125. 2) καθόλου, δουλικός, μηδενὸς ἄξιος, Φίλων 2. 523, Πολυδ. Δ΄, 36, 190· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, αὐτόθι Ζ΄, 12· πρβλ. τρίπρατος, παλίμβολος.

Greek Monolingual

παλίμπρατος, -ον (Α)
1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση
2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας
3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. ά-πρατος].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπρᾱτος: ион. παλίμπρητος 2 (о рабе) перепродаваемый, т. е. плохой, негодный Anth.