ἀντίδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), [[αντικαταστάτης]] κάποιου σε [[δείπνο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀντίδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), [[αντικαταστάτης]] κάποιου σε [[δείπνο]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίδειπνος:''' ὁ занимающий на пиру место другого Luc.
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίδειπνος Medium diacritics: ἀντίδειπνος Low diacritics: αντίδειπνος Capitals: ΑΝΤΙΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: antídeipnos Transliteration B: antideipnos Transliteration C: antideipnos Beta Code: a)nti/deipnos

English (LSJ)

ον,

   A taking anothers place at dinner, Luc.Gall.9.

German (Pape)

[Seite 251] eines Andern Stelle beim Mahle vertretend, Luc. Gall. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδειπνος: -ον, ὁ λαμβάνων τὴν θέσιν ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui soupe à la place d’un autre.
Étymologie: ἀντί, δεῖπνον.

Spanish (DGE)

-ον
que ocupa el lugar de otro para comer ἐγὼ καὶ ἀ. καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην Luc.Gall.9.

Greek Monolingual

ἀντίδειπνος -ον, (Α)
αυτός που παίρνει τη θέση άλλου κατά το δείπνο.

Greek Monotonic

ἀντίδειπνος: -ον (δεῖπνον), αντικαταστάτης κάποιου σε δείπνο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίδειπνος: ὁ занимающий на пиру место другого Luc.