ἀφήγημα: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφήγημα:''' Ιων. ἀπηγ-, <i>τό</i>, [[ιστορία]], [[αφήγηση]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀφήγημα:''' Ιων. ἀπηγ-, <i>τό</i>, [[ιστορία]], [[αφήγηση]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφήγημα:''' ион. [[ἀπήγημα]], ατος τό рассказ, изложение, повествование Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἀπήγ-, ατος, τό,
A tale, narrative, Hdt.2.3. II guiding, leading, LXX 4 Ma.14.6.
German (Pape)
[Seite 409] τό, 1) ion. ἀπήγημα, die Erzählung, Her. 2, 3, – 2) die Anführung, Anleitung, Ios.; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφήγημα: Ἰων. ἀπήγημα, τό, διήγημα, ἱστορία, Ἡρόδ. 2. 3. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν, ὁδηγία, ἀρχηγία, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
récit, narration.
Étymologie: ἀφηγέομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): jón. ἀπήγ- Hdt.2.3
1 relato, narración τὰ ... θεῖα τῶν ἀπηγημάτων οἷα ἥκουον Hdt.l.c.
2 guía, conducción οἱ πόδες συμφώνως τοῖς τῆς ψυχῆς ἀφηγήμασιν κινοῦνται LXX 4Ma.14.6.
Greek Monolingual
το (AM ἀφήγημα)
ό,τι αφηγείται κανείς σε προφορικό ή γραπτό λόγο
αρχ.
καθοδήγηση.
Greek Monotonic
ἀφήγημα: Ιων. ἀπηγ-, τό, ιστορία, αφήγηση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφήγημα: ион. ἀπήγημα, ατος τό рассказ, изложение, повествование Her.