ῥυάχετος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[θορυβώδης]] όχλος, [[συρφετός]] («ὁ τῶν Ἀσαναίων [[ῥυάχετος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> με εκφραστικό δασύ [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- και [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>συρφ</i>-[[ετός]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[θορυβώδης]] όχλος, [[συρφετός]] («ὁ τῶν Ἀσαναίων [[ῥυάχετος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> με εκφραστικό δασύ [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- και [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>συρφ</i>-[[ετός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥυάχετος:''' (ᾱ) ὁ лак. бурливая толпа (Ἀσαναίων = Ἀθηναίων Arph.).
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠάχετος Medium diacritics: ῥυάχετος Low diacritics: ρυάχετος Capitals: ΡΥΑΧΕΤΟΣ
Transliteration A: rhyáchetos Transliteration B: rhyachetos Transliteration C: ryachetos Beta Code: r(ua/xetos

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, Lacon. word in Ar.Lys.170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥ. the

   A unstable crowd of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as ὁ ῥέων ὀχετός; cod. Rav. gives ῥυγχάχετος, other codd. and Suid. ῥυχάχετος.

German (Pape)

[Seite 850] ὁ, der wirbelnde Volksstrom, Ἀσαναίων, Ar. Lys. 170; Schol. θόρυβος καὶ συρφετός; v. l. sind ῥυάγχετος, ῥυέχετος, ῥυχάχετος u. ῥυγχάχετος; Hesych. erkl. ῥυάχετος, ὁ ῥέων ὀχετός, welche Erkl. in Phot. bei ῥυέχετος steht; es hängt wohl mit ῥύαξ zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυάχετος: [ᾱ], ὁ, Λακων. λέξ. παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος, τὸ ἄστατον καὶ θορυβῶδες πλῆθος τῶν Ἀθηναίων· ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσι τὸ ῥυάχετος διὰ τοῦ ὁ ῥέων ὀχετός· ἡ δὲ μαρτυρία αὐτῶν ὡς καὶ ἡ πιθανὴ ἐκ τοῦ ῥύαξ ἐτυμολογία βεβαιοῦσι τὸν τύπον τοῦτον· τὸ Ραβ. Ἀντιγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ῥυάγχετος· ἕτερα Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σουΐδ. ἔχουσι ῥυχάχετος· -πρβλ. σύρφαξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα -αχ- και επίθημα -ετός (πρβλ. συρφ-ετός)].

Russian (Dvoretsky)

ῥυάχετος: (ᾱ) ὁ лак. бурливая толпа (Ἀσαναίων = Ἀθηναίων Arph.).