ὀλιγοδρανία: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγοδρᾰνία:''' ἡ, [[αδυναμία]], [[εξασθένηση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀλῐγοδρᾰνία:''' ἡ, [[αδυναμία]], [[εξασθένηση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγοδρᾰνία:''' ἡ бессилие, немощь: ὀ. [[ἄκικυς]] Aesch. полное бессилие.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδρᾰνία Medium diacritics: ὀλιγοδρανία Low diacritics: ολιγοδρανία Capitals: ΟΛΙΓΟΔΡΑΝΙΑ
Transliteration A: oligodranía Transliteration B: oligodrania Transliteration C: oligodrania Beta Code: o)ligodrani/a

English (LSJ)

ἡ,

   A weakness, feebleness, A.Pr.548 (anap.).

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, Unvermögen, Ohnmacht, ἄκικυς, Aesch. Pers. 547.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Αἰσχύλ. Πρ. 548.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faiblesse, épuisement.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.

Greek Monolingual

ὀλιγοδρανία, ἡ (Α) ολιγοδρανής
η ιδιότητα του ολιγοδρανούς, αδυναμία, ασθενικότητα.

Greek Monotonic

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ бессилие, немощь: ὀ. ἄκικυς Aesch. полное бессилие.