θερμαντός: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θερμαντός]], -ή, -όν (Α) [[θερμαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να θερμανθεί.
|mltxt=[[θερμαντός]], -ή, -όν (Α) [[θερμαίνω]]<br />αυτός που μπορεί να θερμανθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''θερμαντός:''' [adj. verb. к [[θερμαίνω]] способный воспринимать теплоту, нагреваемый (τὸ θερμαντικὸν πρὸς τὸ θερμαντόν Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμαντός Medium diacritics: θερμαντός Low diacritics: θερμαντός Capitals: ΘΕΡΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: thermantós Transliteration B: thermantos Transliteration C: thermantos Beta Code: qermanto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of being heated, Arist.Ph.224a30.

German (Pape)

[Seite 1201] erwärmbar, Arist. Metaph. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

θερμαντός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικός θερμότητος, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 2· πρβλ. θερμαντικός.

Greek Monolingual

θερμαντός, -ή, -όν (Α) θερμαίνω
αυτός που μπορεί να θερμανθεί.

Russian (Dvoretsky)

θερμαντός: [adj. verb. к θερμαίνω способный воспринимать теплоту, нагреваемый (τὸ θερμαντικὸν πρὸς τὸ θερμαντόν Arst.).